ἐκτορμέω: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[salirse del camino]], [[extraviarse]] ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26. | |dgtxt=[[salirse del camino]], [[extraviarse]] ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκτορμέω]] (Α)<br />[[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[λοξοδρομώ]], [[παραστρατίζω]], [[βγαίνω]] από τον ίσιο δρόμο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
(τόρμη)
A turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.
German (Pape)
[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
Spanish (DGE)
salirse del camino, extraviarse ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
Greek Monolingual
ἐκτορμέω (Α)
βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.