ἐλευθερουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(big3_14b)
(11)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[libertador]] Poll.3.120.
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[libertador]] Poll.3.120.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλευθερουργός]], -όν (Α)<br />(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, [[χωρίς]] χαλινάρια.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ libertador Poll.3.120.

Greek Monolingual

ἐλευθερουργός, -όν (Α)
(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια.