ἑλικηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[helicoidalmente]], [[en espiral]] ἑ. περιείληφε κάτωθεν [[ἄνω]] προσάγων la corteza de un árbol, Thphr.<i>HP</i> 3.13.1, Ζεὺς ... νεφέλας ἑ. ἐπὶ στέρνοιο καθάψας Nonn.<i>D</i>.2.366, cf. 3.65.<br /><b class="num">2</b> anat. [[haciendo pliegues o circunvoluciones]] ἑ. ἐν κόλποις ἐνειλούμενον ... κόλον Hp.<i>Anat</i>.6, cf. Ruf.<i>Anat</i>.41.<br /><b class="num">3</b> de serpientes [[enrollándose]], [[formando espiras]] δράκοντες ἑ. Luc.<i>Hist.Cons</i>.19, cf. Nonn.<i>D</i>.1.195.
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[helicoidalmente]], [[en espiral]] ἑ. περιείληφε κάτωθεν [[ἄνω]] προσάγων la corteza de un árbol, Thphr.<i>HP</i> 3.13.1, Ζεὺς ... νεφέλας ἑ. ἐπὶ στέρνοιο καθάψας Nonn.<i>D</i>.2.366, cf. 3.65.<br /><b class="num">2</b> anat. [[haciendo pliegues o circunvoluciones]] ἑ. ἐν κόλποις ἐνειλούμενον ... κόλον Hp.<i>Anat</i>.6, cf. Ruf.<i>Anat</i>.41.<br /><b class="num">3</b> de serpientes [[enrollándose]], [[formando espiras]] δράκοντες ἑ. Luc.<i>Hist.Cons</i>.19, cf. Nonn.<i>D</i>.1.195.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἑλικηδόν]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ελικοειδώς, σπειροειδώς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελικηδόν]] [[γραφή]]» — [[είδος]] αρχαίας [[γραφής]] (τα γράμματα γράφονται [[έτσι]] ώστε να σχηματίζεται [[ελικοειδής]] [[γραμμή]] που διαβάζεται από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]]).
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκηδόν Medium diacritics: ἑλικηδόν Low diacritics: ελικηδόν Capitals: ΕΛΙΚΗΔΟΝ
Transliteration A: helikēdón Transliteration B: helikēdon Transliteration C: elikidon Beta Code: e(likhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A = ἑλίγδην, spirally, ib.1, Luc.Hist.Conscr.19.    II revolving in a circle, Nonn.D.1.195.

German (Pape)

[Seite 797] spiralförmig gewunden, Theophr., Hippocr. u. a. Sp., Nonn. D. 1, 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκηδόν: ἐπίρρ. = ἑλίγδην, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1.

Spanish (DGE)

adv.
1 helicoidalmente, en espiral ἑ. περιείληφε κάτωθεν ἄνω προσάγων la corteza de un árbol, Thphr.HP 3.13.1, Ζεὺς ... νεφέλας ἑ. ἐπὶ στέρνοιο καθάψας Nonn.D.2.366, cf. 3.65.
2 anat. haciendo pliegues o circunvoluciones ἑ. ἐν κόλποις ἐνειλούμενον ... κόλον Hp.Anat.6, cf. Ruf.Anat.41.
3 de serpientes enrollándose, formando espiras δράκοντες ἑ. Luc.Hist.Cons.19, cf. Nonn.D.1.195.

Greek Monolingual

ἑλικηδόν)
επίρρ.
1. ελικοειδώς, σπειροειδώς
2. φρ. «ελικηδόν γραφή» — είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο).