ἐμπεριεκτικός: Difference between revisions
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que contiene]], de abstr. [[capaz de abarcar]], [[comprehensivo]] gener. c. gen. οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶν pues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular</i> A.D.<i>Pron</i>.4.7, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.6.17, τὰ [[γοῦν]] πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναι A.D.<i>Pron</i>.19.9, [[δύναμις]] ... ἐ. τῶν πάντων Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.12.4, τῶν ὄντων ἐ. φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.368, ἐ. ... [[δικαιοσύνη]] καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶν Ath.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C<br /><b class="num">•</b>gram., subst. neutr. [[colectivo]] παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππών a partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada»</i> A.D.<i>Synt</i>.231.4. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[que contiene]], de abstr. [[capaz de abarcar]], [[comprehensivo]] gener. c. gen. οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶν pues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular</i> A.D.<i>Pron</i>.4.7, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.8.6.17, τὰ [[γοῦν]] πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναι A.D.<i>Pron</i>.19.9, [[δύναμις]] ... ἐ. τῶν πάντων Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.12.4, τῶν ὄντων ἐ. φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.368, ἐ. ... [[δικαιοσύνη]] καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶν Ath.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C<br /><b class="num">•</b>gram., subst. neutr. [[colectivo]] παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππών a partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada»</i> A.D.<i>Synt</i>.231.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμπεριεκτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A comprehending, inclusive, c.gen., A.D.Pron.4.7, al.: abs., Id.Synt.231.3.
German (Pape)
[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltend, Clem. Al. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριέχων, μετὰ γεν., εἰσὶ δὲ ἔνιοι καὶ τῆς αἰτίας ἐμπεριεκτικοὶ ὅροι Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 8, σ. 330, 31.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que contiene, de abstr. capaz de abarcar, comprehensivo gener. c. gen. οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶν pues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular A.D.Pron.4.7, cf. Clem.Al.Strom.8.6.17, τὰ γοῦν πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναι A.D.Pron.19.9, δύναμις ... ἐ. τῶν πάντων Iren.Lugd.Haer.1.12.4, τῶν ὄντων ἐ. φύσις Gr.Nyss.Eun.1.368, ἐ. ... δικαιοσύνη καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶν Ath.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C
•gram., subst. neutr. colectivo παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππών a partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada» A.D.Synt.231.4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμπεριεκτικός, -ή, -όν)
αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει κάτι.