ἔννωθρος: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic. [[embotado]], [[ofuscado]], [[entorpecido]] ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες ([[ἐλαιόμελι]]) Dsc.1.31.
|dgtxt=-ον<br />medic. [[embotado]], [[ofuscado]], [[entorpecido]] ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες ([[ἐλαιόμελι]]) Dsc.1.31.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔννωθρος]], -ον (Α) [[νωθρός]]<br />αυτός που κατέχεται από [[νωθρότητα]], από [[νάρκη]], ναρκωμένος.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔννωθρος Medium diacritics: ἔννωθρος Low diacritics: έννωθρος Capitals: ΕΝΝΩΘΡΟΣ
Transliteration A: énnōthros Transliteration B: ennōthros Transliteration C: ennothros Beta Code: e)/nnwqros

English (LSJ)

ον,

   A dazed, Dsc.1.31.

German (Pape)

[Seite 848] erstarrend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔννωθρος: ον = νωθρός, Διοσκ. 1. 37.

Spanish (DGE)

-ον
medic. embotado, ofuscado, entorpecido ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες (ἐλαιόμελι) Dsc.1.31.

Greek Monolingual

ἔννωθρος, -ον (Α) νωθρός
αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος.