ἐνσπείρω: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἐνισπ- A.R.3.1185<br /><b class="num">I</b> [[sembrar en]] c. ac. y dat. ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισιν A.R.l.c.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[implantar]], [[diseminar]], [[extender en o por]] c. ac. y dat. τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήν Lyd.<i>Mag</i>.1.5, πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος <i>Orac.Chald</i>.39.2, ἐνσπείρει [[γάρ]] τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷ Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.89.18, en v. pas. ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοις Iul.<i>Or</i>.9.194c, οὐ [[δεῖ]] νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεως Iambl.<i>Myst</i>.3.27<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασιν Origenes <i>Io</i>.13.50.327<br /><b class="num">•</b>en perf. pas. [[estar diseminado, esparcido]] c. giro prep. (πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρται Aristid.<i>Or</i>.50.25, ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρται Clem.Al.<i>Ex.Thdot</i>.48.<br /><b class="num">2</b> [[impregnar]], [[infundir]] c. dos ac. σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήν ref. Cristo <i>A.Thom.A</i> 144, c. ac. y rég. prep. ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ Χριστοῦ Ammon.<i>Io</i>.96.5<br /><b class="num">•</b>[[inocular]] τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆς Eva a Adán, Chrys.<i>Iob</i> 2.9.23. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἐνισπ- A.R.3.1185<br /><b class="num">I</b> [[sembrar en]] c. ac. y dat. ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισιν A.R.l.c.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[implantar]], [[diseminar]], [[extender en o por]] c. ac. y dat. τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήν Lyd.<i>Mag</i>.1.5, πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος <i>Orac.Chald</i>.39.2, ἐνσπείρει [[γάρ]] τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷ Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.89.18, en v. pas. ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοις Iul.<i>Or</i>.9.194c, οὐ [[δεῖ]] νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεως Iambl.<i>Myst</i>.3.27<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασιν Origenes <i>Io</i>.13.50.327<br /><b class="num">•</b>en perf. pas. [[estar diseminado, esparcido]] c. giro prep. (πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρται Aristid.<i>Or</i>.50.25, ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρται Clem.Al.<i>Ex.Thdot</i>.48.<br /><b class="num">2</b> [[impregnar]], [[infundir]] c. dos ac. σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήν ref. Cristo <i>A.Thom.A</i> 144, c. ac. y rég. prep. ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ Χριστοῦ Ammon.<i>Io</i>.96.5<br /><b class="num">•</b>[[inocular]] τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆς Eva a Adán, Chrys.<i>Iob</i> 2.9.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐνσπείρω]], Α και επικ. τ. ένισπείρω) [[σπείρω]]<br />[[διαδίδω]], [[διασκορπίζω]] («ενέσπειρε [[πανικό]] στον στρατό»)<br /><b>μσν.</b><br />[[εμφυτεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπείρω]] σ' έναν [[τόπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. ἐνισπ-,
A sow in, ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν A.R.3.1185:—Pass., ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις Jul. Or.6.194c; ὑπὸ φύσεως Iamb.Myst.3.27.
German (Pape)
[Seite 852] ep. ἐνισπείρω, einstreuen, einsäen, von Kadmos, ὀδόντας ἐνισπείρας πεδίοισι, Ap. Rh. 3, 1184; übertr., ὁ λόγος πολὺς ἤδη ἐνέσπαρται, es hat sich das Gerücht sehr verbreitet, Xen. Cyr. 5, 2, 30; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπείρω: σπείρω ἔν τινι τόπῳ, ὀδόντας πεδίῳ ἐνσπεῖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1185. - Παθ., μεταφ. διαδίδομαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ φημῶν, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 2. 30.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἐνισπ- A.R.3.1185
I sembrar en c. ac. y dat. ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισιν A.R.l.c.
II fig.
1 implantar, diseminar, extender en o por c. ac. y dat. τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήν Lyd.Mag.1.5, πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος Orac.Chald.39.2, ἐνσπείρει γάρ τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷ Cyr.Al.Luc.1.89.18, en v. pas. ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοις Iul.Or.9.194c, οὐ δεῖ νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεως Iambl.Myst.3.27
•tb. en v. med. τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασιν Origenes Io.13.50.327
•en perf. pas. estar diseminado, esparcido c. giro prep. (πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρται Aristid.Or.50.25, ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρται Clem.Al.Ex.Thdot.48.
2 impregnar, infundir c. dos ac. σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήν ref. Cristo A.Thom.A 144, c. ac. y rég. prep. ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ Χριστοῦ Ammon.Io.96.5
•inocular τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆς Eva a Adán, Chrys.Iob 2.9.23.
Greek Monolingual
(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρω
διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)
μσν.
εμφυτεύω
αρχ.
σπείρω σ' έναν τόπο.