ἐξάνοιξις: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[apertura]] ἐ. τῶν στομάτων de los canales, Str.16.1.10. | |dgtxt=-εως, ἡ [[apertura]] ἐ. τῶν στομάτων de los canales, Str.16.1.10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξάνοιξις]], η (Α) [[εξανοίγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[εξανοίγω]], το πλήρες [[άνοιγμα]], το να σχηματίζει [[κάποιος]] διέξοδο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opening, Str.16.1.10.
German (Pape)
[Seite 870] ἡ, die Eröffnung, τῶν στομάτων Strab. XVI, 740.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνοιξις: -εως, τὸ ἀνοίγειν τι ὅπερ ἐκλείσθη, τῇ ἐξανοίξει τῶν στομάτων (τῶν διωρύχων) Στράβ. 740.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ apertura ἐ. τῶν στομάτων de los canales, Str.16.1.10.
Greek Monolingual
ἐξάνοιξις, η (Α) εξανοίγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξανοίγω, το πλήρες άνοιγμα, το να σχηματίζει κάποιος διέξοδο.