ἐξικάνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source
(6_6)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῑκάνω''': ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. [[ἐξίκω]].
|lstext='''ἐξῑκάνω''': ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]] εἴς τι [[μέρος]], Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. [[ἐξίκω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξικάνω]] (Α)<br />[[αφικνούμαι]], [[φτάνω]] [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ικ</i>-<i>άν</i>-<i>ω</i> «[[φθάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ικ</i>- του <i>ίκ</i>- -<i>ω</i> «[[φθάνω]]» με [[παρέκταση]] -<i>αν</i>- [[κατά]] τα [[φθάνω]], [[κιχάνω]])].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐκάνω Medium diacritics: ἐξικάνω Low diacritics: εξικάνω Capitals: ΕΞΙΚΑΝΩ
Transliteration A: exikánō Transliteration B: exikanō Transliteration C: eksikano Beta Code: e)cika/nw

English (LSJ)

[ᾱ],

   A arrive at, impf. ἐξίκανε [ῑ] Orph.A.194; cf. ἐξίκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑκάνω: ἐξικνοῦμαι, φθάνω εἴς τι μέρος, Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. ἐξίκω.

Greek Monolingual

ἐξικάνω (Α)
αφικνούμαι, φτάνω πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ-άν-ω «φθάνω» (< ρίζα ικ- του ίκ- -ω «φθάνω» με παρέκταση -αν- κατά τα φθάνω, κιχάνω)].