ἐπίδομα: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(6_21) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίδομα''': τό, [[ἐπίμετρον]], [[συνεισφορά]], δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F. | |lstext='''ἐπίδομα''': τό, [[ἐπίμετρον]], [[συνεισφορά]], δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐπίδομα]]) [[επιδίδωμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετη [[επιχορήγηση]] που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («[[επίδομα]] ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> έκτακτο χρηματικό [[βοήθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφορά]], [[έρανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A contribution to a feast, Ath.8.364f(pl.).
German (Pape)
[Seite 939] τό, Zugabe, Beisteuer; nach Ath. VIII, 364 f sagten die Alexandriner δεῖπνα ἐξ ἐπιδομάτων für ἐπιδόσιμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδομα: τό, ἐπίμετρον, συνεισφορά, δεῖπνα... ἐξ ἐπιδομάτων Ἀθήν. 364F.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίδομα) επιδίδωμι
νεοελλ.
1. πρόσθετη επιχορήγηση που παρέχεται σε εργαζομένους σε ορισμένες περιπτώσεις («επίδομα ανεργίας, τοκετού, αεροθεραπείας» κ.λπ.)
2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα
αρχ.
1. προσθήκη
2. συνεισφορά, έρανος.