ἐπικολλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_6)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικολλαίνω''': ἐπικολλῶ, προσκολλῶ, πηλὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 6.
|lstext='''ἐπικολλαίνω''': ἐπικολλῶ, προσκολλῶ, πηλὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικολλαίνω]] (Α) [[κόλλα]]<br />[[προσκολλώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επικολλώ]] («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικολλαίνω Medium diacritics: ἐπικολλαίνω Low diacritics: επικολλαίνω Capitals: ΕΠΙΚΟΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: epikollaínō Transliteration B: epikollainō Transliteration C: epikollaino Beta Code: e)pikollai/nw

English (LSJ)

   A smear on, πηλόν τινι Thphr.CP1.6.6.

German (Pape)

[Seite 951] = Folgdm, Theophr., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικολλαίνω: ἐπικολλῶ, προσκολλῶ, πηλὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 6.

Greek Monolingual

ἐπικολλαίνω (Α) κόλλα
προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.).