ἐπικριτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_19)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικρῐτής''': -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «[[δοκιμαστής]]» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.
|lstext='''ἐπικρῐτής''': -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «[[δοκιμαστής]]» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπικριτής]]) [[επικρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποφασίζει [[κάτι]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) ο [[υπάλληλος]] που διενεργεί την [[επίκριση]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρῐτής Medium diacritics: ἐπικριτής Low diacritics: επικριτής Capitals: ΕΠΙΚΡΙΤΗΣ
Transliteration A: epikritḗs Transliteration B: epikritēs Transliteration C: epikritis Beta Code: e)pikrith/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A adjudicator, arbiter, τῶν λεγομένων Plb.14.3.7.    II. in Egypt, examining magistrate (cf. ἐπίκρισις 11), PFay.27.3 (ii A.D.), PTeb.320.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 953] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρῐτής: -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «δοκιμαστής» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπικριτής) επικρίνω
νεοελλ.
αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο
2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση.