ἐπίνοστος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(6_14)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίνοστος''': ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἱμαῖος]].
|lstext='''ἐπίνοστος''': ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἱμαῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίνοστος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την [[επιστροφή]] («ᾠδὴ [[ἐπίνοστος]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνοστος Medium diacritics: ἐπίνοστος Low diacritics: επίνοστος Capitals: ΕΠΙΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: epínostos Transliteration B: epinostos Transliteration C: epinostos Beta Code: e)pi/nostos

English (LSJ)

ον,

   A for a return, ᾠδή Hsch. s.v. ἱμαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνοστος: ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.

Greek Monolingual

ἐπίνοστος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.).