ἐπισφελίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
(6_4)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισφελίτης''': «ὁ [[θρανίτης]]· [[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]. [[τοιοῦτος]] δὲ καὶ ὁ [[θρᾶνος]], ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπισφελίτης''': «ὁ [[θρανίτης]]· [[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]. [[τοιοῦτος]] δὲ καὶ ὁ [[θρᾶνος]], ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισφελίτης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[θρανίτης]]<br />[[σφέλας]] γὰρ τὸ ταπεινὸν [[διφρίον]], τὸ [[ὑποπόδιον]]<br />τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφελίτης Medium diacritics: ἐπισφελίτης Low diacritics: επισφελίτης Capitals: ΕΠΙΣΦΕΛΙΤΗΣ
Transliteration A: episphelítēs Transliteration B: episphelitēs Transliteration C: episfelitis Beta Code: e)pisfeli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (σφέλας)

   A = θρανίτης, Paus.Gr.Fr.175.

German (Pape)

[Seite 988] ὁ (σφέλας), = θρανίτης, Paus. bei Eust. 1818, 5; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφελίτης: «ὁ θρανίτης· σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον. τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾶνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπισφελίτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης
σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον
τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».