ἐπιρρητορεύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥητορεύω]]. | |btext=débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥητορεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιρρητορεύω]] (Α) [[ρητορεύω]]<br /><b>1.</b> [[ρητορεύω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] στο [[τέλος]] του ρητορικού μου λόγου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A declaim over, τί τινι Luc.Hist.Conscr.26; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8. II. introduce besides, τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρητορεύω: ῥητορεύω ἐπί τινος, ἐπάνω εἴς τινα, ὃς τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἐπερρητόρευσεν αὐτῷ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26· τι κατά τινος Ἀχ. Τάτ. 8. 8. ΙΙ. εἰσάγω πρὸς τούτοις ὡς ῥητορικὸν ἐπίλογον, Ἀθήν. 590Ε.
French (Bailly abrégé)
débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.
Étymologie: ἐπί, ῥητορεύω.
Greek Monolingual
ἐπιρρητορεύω (Α) ρητορεύω
1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι
2. προσθέτω στο τέλος του ρητορικού μου λόγου.