ἐπιφυλλόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_17) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιφυλλόκαρπος''': -ον, ἔχων καρποὺς ἐπὶ τῶν φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8. | |lstext='''ἐπιφυλλόκαρπος''': -ον, ἔχων καρποὺς ἐπὶ τῶν φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπιφυλλόκαρπος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν [[πάνω]] στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, [[ὥσπερ]] ἡ ἀλεξανδρεία [[δάφνη]], [[ἐπιφυλλόκαρπος]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with fruit upon the leaves, Thphr.HP1.10.8, 3.17.4.
German (Pape)
[Seite 1001] an den Blättern die Frucht tragend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφυλλόκαρπος: -ον, ἔχων καρποὺς ἐπὶ τῶν φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπιφυλλόκαρπος, -ον)
(για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν πάνω στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, ὥσπερ ἡ ἀλεξανδρεία δάφνη, ἐπιφυλλόκαρπος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φύλλον + καρπός].