ἐπιφόρησις: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_8)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφόρησις''': -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, κόνεως Εὐστ. Πονημάτ. 321. 33.
|lstext='''ἐπιφόρησις''': -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, κόνεως Εὐστ. Πονημάτ. 321. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφόρησις]], ἡ (Μ) [[επιφορώ]]<br />[[προσθήκη]], [[συσσώρευση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1001] ἡ, das Zu-, Daraufbringen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφόρησις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, κόνεως Εὐστ. Πονημάτ. 321. 33.

Greek Monolingual

ἐπιφόρησις, ἡ (Μ) επιφορώ
προσθήκη, συσσώρευση.