ἐπουσιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπουσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ [[οὐσιώδης]], Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340. | |lstext='''ἐπουσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ [[οὐσιώδης]], Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[ἐπουσιώδης]], -ες)<br />αυτός που προστίθεται στην [[ουσία]], που δεν [[είναι]] [[ουσιώδης]], που έχει δευτερεύουσα [[σημασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πυρετό) [[συμπτωματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ουσιώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ουσία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A added to the essence, non-essential, Phlp. in Ph.38.26 ; f.l. for ἐπεισοδιώδης, Porph.Intr.21.14. II symptomatic, of fever, Alex.Aphr. Febr.31, Pall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 1011] ες, was zu dem Wesen hinzukommt, außerwesentlich, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουσιώδης: -ες, (εἶδος) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ οὐσιώδης, Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐπουσιώδης, -ες)
αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
(για πυρετό) συμπτωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)].