ἐριφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριφλεγής''': -ές, ὁ [[πάνυ]] φλέγων, Νόνν. Δ. 26. 33.
|lstext='''ἐριφλεγής''': -ές, ὁ [[πάνυ]] φλέγων, Νόνν. Δ. 26. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριφλεγής Medium diacritics: ἐριφλεγής Low diacritics: εριφλεγής Capitals: ΕΡΙΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: eriphlegḗs Transliteration B: eriphlegēs Transliteration C: eriflegis Beta Code: e)riflegh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-flaming, Nonn.D.26.33.

German (Pape)

[Seite 1031] ές, sehr brennend, Nonn. D. 26, 33 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριφλεγής: -ές, ὁ πάνυ φλέγων, Νόνν. Δ. 26. 33.

Greek Monolingual

ἐριφλεγής, -ές (AM)
αυτός που φλέγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι- + -φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζα-φλεγής, πυρι-φλεγής)].