ἐσπευσμένως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6_6) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐσπευσμένως''': Ἐπίρρ. ([[σπεύδω]]), [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ταχέως]], Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54. | |lstext='''ἐσπευσμένως''': Ἐπίρρ. ([[σπεύδω]]), [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ταχέως]], Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[ἐσπευσμένως]]) <b>επίρρ.</b> εν τάχει, [[γρήγορα]], βιαστικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιπόλαια, αμελέτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εσπευσμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[σπεύδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (σπεύδω)
A with eager haste, D.H.Dem.54, J.AJ 5.6.3, Arr.Epict.1.20.12.
German (Pape)
[Seite 1043] (σπεύδω), beeilt, schnell, hastig, im Ggstz von ἀναβεβλημένως, D. Hal. de vi Dem. 54; Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσπευσμένως: Ἐπίρρ. (σπεύδω), μετὰ σπουδῆς, ταχέως, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά
νεοελλ.
επιπόλαια, αμελέτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του σπεύδω.