εὐπερίχυτος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se répand facilement autour.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περιχέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui se répand facilement autour.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περιχέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπερίχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιχέεται εύκολα<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]]) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-<i>χέω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se répand facilement autour.
Étymologie: εὖ, περιχέω.
Greek Monolingual
εὐπερίχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιχέεται εύκολα
2. (κατ' επέκταση) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-χέω].