εὐπελαγής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπελᾰγής''': -ές, κείμενος εἰς ἐπίκαιρον [[μέρος]] πρὸς τὸ [[πέλαγος]], εὐπελαγέος Μελιβοίης Ὀρφ. Ἀργ. 168. | |lstext='''εὐπελᾰγής''': -ές, κείμενος εἰς ἐπίκαιρον [[μέρος]] πρὸς τὸ [[πέλαγος]], εὐπελαγέος Μελιβοίης Ὀρφ. Ἀργ. 168. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπελαγής]], -ές (Α)<br />(για τόπους) αυτός που βρίσκεται σε επίκαιρο [[μέρος]] [[κοντά]] στο [[πέλαγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέλαγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A lying fairly by the sea, Orph.A.167.
German (Pape)
[Seite 1087] ές, mit schönem Meere, Orph. Arg. 168, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπελᾰγής: -ές, κείμενος εἰς ἐπίκαιρον μέρος πρὸς τὸ πέλαγος, εὐπελαγέος Μελιβοίης Ὀρφ. Ἀργ. 168.
Greek Monolingual
εὐπελαγής, -ές (Α)
(για τόπους) αυτός που βρίσκεται σε επίκαιρο μέρος κοντά στο πέλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέλαγος.