Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sous un prétexte spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />sous un prétexte spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπροφάσιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως [[πρόφαση]], ο [[ευλογοφανής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — [[είναι]] εύλογο<br /><b>3.</b> αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροφασίστως</i> (ΑΜ)<br />με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προ</i>-<i>φασίζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>προ</i>-<i>φάσιστος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπροφάσιστος Medium diacritics: εὐπροφάσιστος Low diacritics: ευπροφάσιστος Capitals: ΕΥΠΡΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euprophásistos Transliteration B: euprophasistos Transliteration C: efprofasistos Beta Code: eu)profa/sistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with good pretext, plausible, αἰτία Th.6.105; ἀφορμαί Ptol.Tetr.2; -ιστον (sc. ἐστί) c. inf., App.BC3.76; εὐπροφάσιστα ἀδικεῖν Ph.2.496. Adv. -τως Ptol.Tetr.6, Vett.Val.286.14.    2 easily admitting of pretexts, App.Pun.64.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροφάσιστος: -ον, εὐάρμοστος, εὔλογος κατὰ τὸ φαινόμενον, αἰτία Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sous un prétexte spécieux.
Étymologie: εὖ, προφασίζομαι.

Greek Monolingual

εὐπροφάσιστος, -ον (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής
2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — είναι εύλογο
3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις.
επίρρ...
εὐπροφασίστως (ΑΜ)
με ευλογοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ-φασίζομαι (πρβλ. α-προ-φάσιστος)].