εὔσκεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔσκεπτος''': -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D. | |lstext='''εὔσκεπτος''': -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔσκεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>σκεπτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>σκεπτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.
German (Pape)
[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.
Greek Monolingual
εὔσκεπτος, -ον (Α)
αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό-σκεπτος, πολύ-σκεπτος].