ἐχθεσινός: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d’hier, de la veille.<br />'''Étymologie:''' [[ἐχθές]]. | |btext=ή, όν :<br />d’hier, de la veille.<br />'''Étymologie:''' [[ἐχθές]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό και [[χθεσινός]], -ή, -ό (Α [[ἐχθεσινός]], -ή, -όν και [[χθεσινός]], -ή, -όν) [[εχθές]]<br />αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη από τη σημερινή [[ημέρα]], στο [[παρελθόν]] («ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = χθεσινός, yesterday's, διαγωγή AP10.79 (Pall.), cf. Dosith.p.397 K.
German (Pape)
[Seite 1124] = χθεσινός, gestrig, Pallad. 128 (X, 79).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθεσῐνός: ή, όν,= χθεσινός, Ἀνθ. Π. 10. 79.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’hier, de la veille.
Étymologie: ἐχθές.
Greek Monolingual
-ή, -ό και χθεσινός, -ή, -ό (Α ἐχθεσινός, -ή, -όν και χθεσινός, -ή, -όν) εχθές
αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη από τη σημερινή ημέρα, στο παρελθόν («ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς», Ανθ. Παλ.).