ἐφιαλτία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_10)
(15)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφιαλτία''': ἡ, ἢ ἐφιάλτιον, τὸ, [[βοτάνη]] προφυλακτικὴ κατὰ τοῦ ἐφιάλτου, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. ἐν Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρ. τ. 2. 654. 162.
|lstext='''ἐφιαλτία''': ἡ, ἢ ἐφιάλτιον, τὸ, [[βοτάνη]] προφυλακτικὴ κατὰ τοῦ ἐφιάλτου, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. ἐν Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρ. τ. 2. 654. 162.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφιαλτία]], ἡ (Α) [[εφιάλτης]]<br /><b>βλ.</b> [[ἐφιαλτεία]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1118] ἡ, u. ἐφιάλτιον, τό, ein Kraut, das gegen Alpdrücken schützen sollte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιαλτία: ἡ, ἢ ἐφιάλτιον, τὸ, βοτάνη προφυλακτικὴ κατὰ τοῦ ἐφιάλτου, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. ἐν Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρ. τ. 2. 654. 162.

Greek Monolingual

ἐφιαλτία, ἡ (Α) εφιάλτης
βλ. ἐφιαλτεία.