Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζύγιμος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(6_16)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζύγιμος''': -ον, = [[ζύγιος]], Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. [[ἀντί]] του [[ζύγιος]].
|lstext='''ζύγιμος''': -ον, = [[ζύγιος]], Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. [[ἀντί]] του [[ζύγιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζύγιμος]], -ον (Α) [[ζυγόν]]<br />[[ζύγιος]], αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («βοῡς [[ζύγιμος]]», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγιμος Medium diacritics: ζύγιμος Low diacritics: ζύγιμος Capitals: ΖΥΓΙΜΟΣ
Transliteration A: zýgimos Transliteration B: zygimos Transliteration C: zygimos Beta Code: zu/gimos

English (LSJ)

ον,

   A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.

German (Pape)

[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.

Greek Monolingual

ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῡς ζύγιμος», Πολ.).