ζωμοτάριχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_4)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωμοτάρῑχος''': ᾰ, ὁ, τεταριχευμένος ἰχθύς, βραστός, ὡς σκωπτικὸν [[ὄνομα]], Ἄλεξ. Γυναικ. 2.
|lstext='''ζωμοτάρῑχος''': ᾰ, ὁ, τεταριχευμένος ἰχθύς, βραστός, ὡς σκωπτικὸν [[ὄνομα]], Ἄλεξ. Γυναικ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωμοτάριχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ζωμός]] από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια<br /><b>2.</b> (ως σκωπτικό [[επωνύμιο]]) βραστό ταριχευμένο [[ψάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τάριχος]] «διατηρημένο [[κρέας]]»].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμοτάρῑχος Medium diacritics: ζωμοτάριχος Low diacritics: ζωμοτάριχος Capitals: ΖΩΜΟΤΑΡΙΧΟΣ
Transliteration A: zōmotárichos Transliteration B: zōmotarichos Transliteration C: zomotarichos Beta Code: zwmota/rixos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A stewed salt-fish, as a nickname, Alex.42.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμοτάρῑχος: ᾰ, ὁ, τεταριχευμένος ἰχθύς, βραστός, ὡς σκωπτικὸν ὄνομα, Ἄλεξ. Γυναικ. 2.

Greek Monolingual

ζωμοτάριχος, ὁ (Α)
1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια
2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»].