ζύγρα: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζύγρα''': ἡ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] ἀντὶ διύγρα (ἐνν. [[χώρα]]), [[ἑλώδης]] γῆ, Εὐστ. 295. 28. | |lstext='''ζύγρα''': ἡ, διαλεκτικὸς [[τύπος]] ἀντὶ διύγρα (ἐνν. [[χώρα]]), [[ἑλώδης]] γῆ, Εὐστ. 295. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζύγρα]], ἡ (Μ)<br />(διαλεκτ. τ. [[αντί]] διύγρα, ενν. [[χώρα]])<br />[[ελώδης]] γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ζύγρα]] [[αντί]] <i>διύγρα</i> στον Ευστάθιο (<b>βλ.</b> <i>ζα</i>- = <i>διά</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, dialectic form for διύγρα (sc. χώρα),
A marsh-land, Eust. 295.28.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγρα: ἡ, διαλεκτικὸς τύπος ἀντὶ διύγρα (ἐνν. χώρα), ἑλώδης γῆ, Εὐστ. 295. 28.
Greek Monolingual
ζύγρα, ἡ (Μ)
(διαλεκτ. τ. αντί διύγρα, ενν. χώρα)
ελώδης γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζύγρα αντί διύγρα στον Ευστάθιο (βλ. ζα- = διά)].