Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6_19)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύκαρπος''': -ον, φέρων γλυκεῖς καρπούς, [[δένδρον]] Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 5.
|lstext='''ἡδύκαρπος''': -ον, φέρων γλυκεῖς καρπούς, [[δένδρον]] Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>καρπος</i>, <i>ξηρό</i>-<i>καρπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύκαρπος Medium diacritics: ἡδύκαρπος Low diacritics: ηδύκαρπος Capitals: ΗΔΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: hēdýkarpos Transliteration B: hēdykarpos Transliteration C: idykarpos Beta Code: h(du/karpos

English (LSJ)

ον,

   A with sweet fruit, Pherecyd.178J.; δένδρον Thphr.HP4.4.5.

German (Pape)

[Seite 1153] mit süßer Frucht, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύκαρπος: -ον, φέρων γλυκεῖς καρπούς, δένδρον Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 5.

Greek Monolingual

ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ-καρπος, ξηρό-καρπος].