ἠπερόπευμα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπερόπευμα''': τό, [[ἀπάτη]], «ξεμυάλισμα», γυναικῶν [[ἠπερόπευμα]] καλεῖται ὁ Ἀνακρέων ὡς δελεάζων τὰς γυναῖκας, Κριτίας 7. 3.
|lstext='''ἠπερόπευμα''': τό, [[ἀπάτη]], «ξεμυάλισμα», γυναικῶν [[ἠπερόπευμα]] καλεῖται ὁ Ἀνακρέων ὡς δελεάζων τὰς γυναῖκας, Κριτίας 7. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠπερόπευμα]], το (Α) [[ηπεροπεύω]]<br />το [[ξεγέλασμα]], το [[ξεμυάλισμα]] γυναίκας από γοητευτικό άντρα.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπερόπευμα Medium diacritics: ἠπερόπευμα Low diacritics: ηπερόπευμα Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΜΑ
Transliteration A: ēperópeuma Transliteration B: ēperopeuma Transliteration C: iperopevma Beta Code: h)pero/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cozener, γυναικῶν Critias 1.3 D.

German (Pape)

[Seite 1174] τό, Betrug, γυναικῶν, Anakreon, der die Frauen berückt, Critias bei Ath. XIII, 600 d, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπερόπευμα: τό, ἀπάτη, «ξεμυάλισμα», γυναικῶν ἠπερόπευμα καλεῖται ὁ Ἀνακρέων ὡς δελεάζων τὰς γυναῖκας, Κριτίας 7. 3.

Greek Monolingual

ἠπερόπευμα, το (Α) ηπεροπεύω
το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα.