θευμορία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6_12)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θευμορία''': θεύμορος, Δωρ. ἀντὶ θεομορία, [[θεόμορος]]. Καθόλου, οἱ Δωριεῖς ἠγάπων νὰ μεταβάλλωσι τὸ ἀρκτικὸν θεο- εἰς θευ-, ἰδίως εἰς κύρια ὀνόματα, [[οἷον]] Θεῦγνις, Θεύδοτος, Θεύπομπος, ἀντὶ Θέογνις, κτλ.˙ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἐπιγραμμ. ποιηταὶ παρεδέξαντο τοὺς Δωρ. τούτους τύπους˙ ὁ Καλλ. [[μάλιστα]] ἔχει καὶ θεῦς ἀντὶ [[θεός]], εἰς Ὕμν. εἰς Δήμ. 58. Οἱ Ἀττ. συνῄρουν εἰς θου-, ὡς [[Θουκυδίδης]], Θουκλῆς, ἀντὶ Θεοκυδίδης, Θεοκλῆς, Maitt. π. Διαλ. σ. 16, 217 Sturz, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 353.
|lstext='''θευμορία''': θεύμορος, Δωρ. ἀντὶ θεομορία, [[θεόμορος]]. Καθόλου, οἱ Δωριεῖς ἠγάπων νὰ μεταβάλλωσι τὸ ἀρκτικὸν θεο- εἰς θευ-, ἰδίως εἰς κύρια ὀνόματα, [[οἷον]] Θεῦγνις, Θεύδοτος, Θεύπομπος, ἀντὶ Θέογνις, κτλ.˙ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἐπιγραμμ. ποιηταὶ παρεδέξαντο τοὺς Δωρ. τούτους τύπους˙ ὁ Καλλ. [[μάλιστα]] ἔχει καὶ θεῦς ἀντὶ [[θεός]], εἰς Ὕμν. εἰς Δήμ. 58. Οἱ Ἀττ. συνῄρουν εἰς θου-, ὡς [[Θουκυδίδης]], Θουκλῆς, ἀντὶ Θεοκυδίδης, Θεοκλῆς, Maitt. π. Διαλ. σ. 16, 217 Sturz, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 353.
}}
{{grml
|mltxt=[[θευμορία]], ἡ (Α) [[θεύμορος]]<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>θεομορία</i>.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1204] ἡ, dor. = θεομορία, göttliches Verhängniß, Fügung; Callim. 3 (XII, 71); Antp. Sid. 64 (VII, 367). – Adj., νοῦσος, von Gott verhängt, gesendet, Ap. Rh. 3, 676, ἄτη 974. Davon θευμοριάζω, nach Hesych. θεῷ γέρας ἀναφέρειν.

Greek (Liddell-Scott)

θευμορία: θεύμορος, Δωρ. ἀντὶ θεομορία, θεόμορος. Καθόλου, οἱ Δωριεῖς ἠγάπων νὰ μεταβάλλωσι τὸ ἀρκτικὸν θεο- εἰς θευ-, ἰδίως εἰς κύρια ὀνόματα, οἷον Θεῦγνις, Θεύδοτος, Θεύπομπος, ἀντὶ Θέογνις, κτλ.˙ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἐπιγραμμ. ποιηταὶ παρεδέξαντο τοὺς Δωρ. τούτους τύπους˙ ὁ Καλλ. μάλιστα ἔχει καὶ θεῦς ἀντὶ θεός, εἰς Ὕμν. εἰς Δήμ. 58. Οἱ Ἀττ. συνῄρουν εἰς θου-, ὡς Θουκυδίδης, Θουκλῆς, ἀντὶ Θεοκυδίδης, Θεοκλῆς, Maitt. π. Διαλ. σ. 16, 217 Sturz, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 353.

Greek Monolingual

θευμορία, ἡ (Α) θεύμορος
(δωρ. τ.) βλ. θεομορία.