θρασυμήχανος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(6_6) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρᾰσυμήχᾰνος''': Δωρ. -μάχανος, ον, τολμηρὸς ἐν τῷ σχεδιάζειν ἢ μηχανᾶσθαι, [[Ἡρακλέης]] Πίνδ. Ο. 6. 114∙ λέοντες ὁ αὐτ. Ν. 4. 101. | |lstext='''θρᾰσυμήχᾰνος''': Δωρ. -μάχανος, ον, τολμηρὸς ἐν τῷ σχεδιάζειν ἢ μηχανᾶσθαι, [[Ἡρακλέης]] Πίνδ. Ο. 6. 114∙ λέοντες ὁ αὐτ. Ν. 4. 101. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θρασυμήχανος]] και δωρ. [[τύπος]] θρασυμάχανος, -ον (Α)<br />αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. θρασυ-μάχᾰνος [μᾱ], ον,
A bold in contriving, daring in design, Ἡρακλέης Pi.O.6.67; λέοντες Id.N.4.62.
German (Pape)
[Seite 1216] von kühnen Plänen, Unternehmungen; Herakles, dor. -μάχανος, Pind. Ol. 6, 67; von Löwen, N. 4, 62.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, ον, τολμηρὸς ἐν τῷ σχεδιάζειν ἢ μηχανᾶσθαι, Ἡρακλέης Πίνδ. Ο. 6. 114∙ λέοντες ὁ αὐτ. Ν. 4. 101.
Greek Monolingual
θρασυμήχανος και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α-μήχανος, πολυ-μήχανος].