θόλωμα: Difference between revisions

From LSJ
(6_22)
(17)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θόλωμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.
|lstext='''θόλωμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[θόλωμα]]) [[θολώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[θολώνω]], η [[θόλωση]], η [[θολούρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλοίωση]] του χρώματος, [[θάμπωμα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1214] τό, = θολός, vom Dintenfische, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θόλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.

Greek Monolingual

το (Μ θόλωμα) θολώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θολώνω, η θόλωση, η θολούρα
μσν.
αλλοίωση του χρώματος, θάμπωμα.