θρομβίον: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(6_22)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρομβίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θρόμβος]], ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.
|lstext='''θρομβίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θρόμβος]], ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρομβίον]], τὸ (Α)<br />[[μικρός]] [[θρόμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θρόμβος]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θρομβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρόμβος, ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.

Greek Monolingual

θρομβίον, τὸ (Α)
μικρός θρόμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρόμβος].