θηρευτικός: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρευτός]]. | |btext=ή, όν :<br />de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[θηρευτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θηρευτικός]], -ή, -όν) [[θηρευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]], που [[είναι]] [[ειδικός]] στο να κυνηγά, [[κυνηγετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θηρευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[θήρα]], το [[κυνήγι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θηρευτικός]] [[βίος]]» — η ζωή τών κυνηγών<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «θηρευτικὴ [[τέχνη]] ἀνθρώπων» — η [[τέχνη]] του να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηρευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl.157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol.1256b2: ἡ -κή (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt.289a, cf. Sph.223b. 2 c. gen., hunting after, τῆς τροφῆς Arist.HA488a19: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd.290b.
German (Pape)
[Seite 1209] = θηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ θ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ θηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θήραν, κύνες θ. Ἀριστοφ. Πλ. 157, Ξεν. Λακ. 6, 3· βίος θ., ὁ βίος τῶν κυνηγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· - ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Πολιτ. 289Α· μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 290Β. 2) μετὰ γεν., καὶ τὰ μὲν (τῶν ζῴων) θηρευτικά, τὰ δὲ θησαυριστικὰ τῆς τροφῆς ἐστι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.
Étymologie: θηρευτός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θηρευτικός, -ή, -όν) θηρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη)
η θήρα, το κυνήγι
3. φρ. «θηρευτικός βίος» — η ζωή τών κυνηγών
4. μτφ. φρ. «θηρευτικὴ τέχνη ἀνθρώπων» — η τέχνη του να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, Πλάτ.).
επίρρ...
θηρευτικῶς (Α)
με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό.