θερμοχύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερμοχύτης''': -ου, ὁ, [[ἀγγεῖον]] διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.). | |lstext='''θερμοχύτης''': -ου, ὁ, [[ἀγγεῖον]] διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θερμοχύτης]], ὁ (Α)<br />[[δοχείο]] για [[σερβίρισμα]] θερμών ποτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[χύτης]], <i>νερο</i>-[[χύτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A vessel for hot drinks, AP9.587 tit.
German (Pape)
[Seite 1202] ὁ, Gefäß, aus dem warme Getränke gegossen werden, Lemma Anth. IX, 587.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοχύτης: -ου, ὁ, ἀγγεῖον διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.).
Greek Monolingual
θερμοχύτης, ὁ (Α)
δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o)- + -χύτης (< χέω), πρβλ. επι-χύτης, νερο-χύτης.