ἰαμβίζω: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=poursuivre de vers iambiques, <i>càd</i> de railleries, de satires, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]]. | |btext=poursuivre de vers iambiques, <i>càd</i> de railleries, de satires, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰαμβίζω]] (Α, Μ ἰαμβόζω) [[ίαμβος]]<br />επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου με ιάμβους, [[σατιρίζω]], [[σκώπτω]], [[κακολογώ]] («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιλώ]] σε ιαμβικό [[μέτρο]] («παῡε..... ἰαμβίζων», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
A assail in iambics, lampoon, τινα Gorg. ap. Ath.11.505d, Arist.Po.1448b32, D.H.7.72. II abs., talk in iambic verse, Luc.JTr.33(s.v.l.). 2 etym. of θρίαμβος, Corn.ND30.
German (Pape)
[Seite 1233] Jamben schreiben, in Jamben reden, d. h. schmähen; ἀλλήλους Arist. poet. 4; καὶ κατασκώπτειν D. Hal. 7, 72; Ath. XI, 505 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβίζω: ἐπιτίθεμαι κατά τινος δι’ ἰάμβων, σατυρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Γοργ. παρ’ Ἀθην. 505D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10, Διον. Ἁλ. 7. 72.
French (Bailly abrégé)
poursuivre de vers iambiques, càd de railleries, de satires, acc..
Étymologie: ἴαμβος.
Greek Monolingual
ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) ίαμβος
επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.)
αρχ.
μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.).