Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_8)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠμίζω''': ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι [[πικρός]], «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ.
|lstext='''θῠμίζω''': ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι [[πικρός]], «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[θυμίζω]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[υπενθυμίζω]], [[κάνω]] κάποιον να θυμηθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>θυμίζομαι</i><br />[[θυμάμαι]] («θυμίζετον το [[κάλλος]]», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μσν. και νεοελλ. τ. [[θυμίζω]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>εν</i>-[[θυμίζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θυμίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]])].———————— <b>(II)</b><br />[[θυμίζω]] (Α) [[θύμον]]<br /><b>1.</b> έχω [[γεύση]] θύμου, θυμαριού<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>θυμίζομαι</i><br />[[είμαι]] [[πικρός]], πικραίνομαι («θυμιχθείς<br />πικρανθείς», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμίζω Medium diacritics: θυμίζω Low diacritics: θυμίζω Capitals: ΘΥΜΙΖΩ
Transliteration A: thymízō Transliteration B: thymizō Transliteration C: thymizo Beta Code: qumi/zw

English (LSJ)

   A taste of thyme, Archig. ap. Orib.8.1.32:—Pass., to be embittered, θυμιχθείς· πικρανθείς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίζω: ἔχω γεῦσιν θύμου, Ὀρειβάσ. σ. 157 Matth. - Παθητ., εἶμαι πικρός, «θυμιχθείς, πικρανθεὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
θυμίζω)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί
μσν.
μέσ. θυμίζομαι
θυμάμαι («θυμίζετον το κάλλος», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν-θυμίζω < εν + -θυμίζω (< θυμός)].———————— (II)
θυμίζω (Α) θύμον
1. έχω γεύση θύμου, θυμαριού
2. παθ. θυμίζομαι
είμαι πικρός, πικραίνομαι («θυμιχθείς
πικρανθείς», Ησύχ.).