ἱεροστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_4) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[ἐπιστάτης]], ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2). | |lstext='''ἱεροστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[ἐπιστάτης]], ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱεροστάτης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ιερών έργων ή [[επιμελητής]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[στάτης]], <i>χορο</i>-[[στάτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A governor of the temple, LXX 1 Es.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιστάτης, ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2).
Greek Monolingual
ἱεροστάτης, ὁ (Α)
επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, χορο-στάτης].