ἱκετευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(6_10)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱκετευτικός''': -ή, -όν, [[παρακλητικός]], Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντήδην]].
|lstext='''ἱκετευτικός''': -ή, -όν, [[παρακλητικός]], Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἀντήδην]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱκετευτικός]], -ή, -όν) [[ικετεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ικεσία]], [[παρακλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ικετευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱκετευτικῶς)<br />με ικετευτικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετευτικός Medium diacritics: ἱκετευτικός Low diacritics: ικετευτικός Capitals: ΙΚΕΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiketeutikós Transliteration B: hiketeutikos Transliteration C: iketeftikos Beta Code: i(keteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Gloss. Adv. -κῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.

German (Pape)

[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετευτικός: -ή, -όν, παρακλητικός, Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντήδην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.