Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰκτερικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκτερικός''': -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.
|lstext='''ἰκτερικός''': -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰκτερικός]], -ή, -όν) [[ίκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό [[χρώμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από ίκτερο.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτερικός Medium diacritics: ἰκτερικός Low diacritics: ικτερικός Capitals: ΙΚΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: ikterikós Transliteration B: ikterikos Transliteration C: ikterikos Beta Code: i)kteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A jaundiced, Gal.Nat. Fac.1.13, Gp.12.17.9; for jaundice, φάρμακον Ruf. ap. Orib.7.26.142.

German (Pape)

[Seite 1249] gelbsüchtig, Medic., S. Emp. adv. log. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτερικός: -ή, -όν, πάσχων ἴκτερον, «κιτρινάδα», Γαλην. - ἰκτεριώδης, ες, Ἱππ. Ἀφ. 1526. - ἰκτερόεις, εσσα, εν, Νικ. Ἀλεξιφ. 475.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰκτερικός, -ή, -όν) ίκτερος
1. αυτός που αναφέρεται στον ίκτερο («ικτερικό χρώμα»)
2. αυτός που πάσχει από ίκτερο.