ἰσοτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />état politique de l’ [[ἰσοτελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />état politique de l’ [[ἰσοτελής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσοτέλεια]]) [[ισοτελής]]<br /><b>1.</b> το να καταβάλλει [[κάποιος]] στο [[δημόσιο]] τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του ισοτελούς μετοίκου.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεια Medium diacritics: ἰσοτέλεια Low diacritics: ισοτέλεια Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: isotéleia Transliteration B: isoteleia Transliteration C: isoteleia Beta Code: i)sote/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, X.HG2.4.25, Vect.4.12, IG22.109b20, 276.13, al., GDI3077 (Mesembria), Ph.1.160, etc.: freq. in Boeot. Inscrr., ϝισοτέλια IG7.505, al. (Tanagra).

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσθαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἰσοτελής, ἰσότης φόρων καὶ δασμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 25, Πόροι 4. 12, Συλλ. 2053b, c· φέρεται ϝισοτελία ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἴδε ἴσος ἐν τέλει, ἰσοτελὴς ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état politique de l’ ἰσοτελής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοτέλεια) ισοτελής
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα του ισοτελούς μετοίκου.