ἴσθμιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de l’isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ [[Ἴσθμια]] ([[ἱερά]]) les jeux isthmiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσθμός]].
|btext=α, ον :<br />de l’isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ [[Ἴσθμια]] ([[ἱερά]]) les jeux isthmiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσθμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἴσθμιος]], -ία, -ιον, θηλ. και [[ίσθμιος]] [[ισθμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, [[ισθμικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) <i>τὰ [[Ἴσθμια]] (ενν. <i>ἰερά</i>)<br />αγώνες που τελούνταν [[κάθε]] δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἴσθμια</i><br />τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ἴσθμιον]]<br />α) [[καθετί]] που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το [[περιδέραιο]] β) ο [[λαιμός]] του αμφορέα<br />γ) [[στόμιο]] πηγαδιού<br />δ) [[μέρος]] του μαχαιριού, πιθ. η [[λαβή]]<br />δ) [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στενή [[λωρίδα]] ξηράς [[μεταξύ]] δύο θαλασσών, [[ισθμός]]<br />ε) [[είδος]] φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία [[βάση]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσθμιος Medium diacritics: ἴσθμιος Low diacritics: ίσθμιος Capitals: ΙΣΘΜΙΟΣ
Transliteration A: ísthmios Transliteration B: isthmios Transliteration C: isthmios Beta Code: i)/sqmios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Tr.1098 (lyr.):—

   A of or belonging to the Isthmus, Isthmian, Ποτειδᾶν Pi.O.13.4; χθών S.OT940.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσθμιος: -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, Ἰσθμικός, Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l’isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ Ἴσθμια (ἱερά) les jeux isthmiques.
Étymologie: ἰσθμός.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἴσθμιος, -ία, -ιον, θηλ. και ίσθμιος ισθμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, ισθμικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά)
αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσθμια
τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἴσθμιον
α) καθετί που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το περιδέραιο β) ο λαιμός του αμφορέα
γ) στόμιο πηγαδιού
δ) μέρος του μαχαιριού, πιθ. η λαβή
δ) κατά τον Ησύχ. στενή λωρίδα ξηράς μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός
ε) είδος φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία βάση.