καθαγιασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6_14)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθᾰγιασμός''': ὁ, [[καθιέρωσις]]· - ἐπικήδειοι τελεταί, Λατ. parentalia, Λουκ. περὶ Πένθους 19.
|lstext='''καθᾰγιασμός''': ὁ, [[καθιέρωσις]]· - ἐπικήδειοι τελεταί, Λατ. parentalia, Λουκ. περὶ Πένθους 19.
}}
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[καθαγίαση]] («[[καθαγιασμός]] τών υδάτων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καθαγιασμός]] δώρων» — η [[μετουσίωση]] του άρτου και του οίνου σε [[σώμα]] και [[αίμα]] του Κυρίου, που τελείται [[κατά]] το [[μυστήριο]] της θείας Ευχαριστίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαγιάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό [[σύγγραμμα]] <i>Χρυσαλλίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καθᾰγιασμός: ὁ, καθιέρωσις· - ἐπικήδειοι τελεταί, Λατ. parentalia, Λουκ. περὶ Πένθους 19.

Greek Monolingual

ο
1. καθαγίασηκαθαγιασμός τών υδάτων»)
2. φρ. «καθαγιασμός δώρων» — η μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Κυρίου, που τελείται κατά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς].