καλοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰλοειδής''': -ές, ἀνήκων εἰς καλὸν [[εἶδος]], Σώπατρ. ἐν Ρήτορσιν (Walz) 8. 56, 14. | |lstext='''κᾰλοειδής''': -ές, ἀνήκων εἰς καλὸν [[εἶδος]], Σώπατρ. ἐν Ρήτορσιν (Walz) 8. 56, 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[καλοειδής]], -ες)<br />[[ωραίος]] στη [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει σε καλό, σε [[ωραίο]] [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-<i>ειδής</i>, <i>μακρο</i>-<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of beautiful form, στροφαί Sopat.in Rh.8.56 W.
German (Pape)
[Seite 1312] ές, von schöner Art, Rhett. VIII, 56.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοειδής: -ές, ἀνήκων εἰς καλὸν εἶδος, Σώπατρ. ἐν Ρήτορσιν (Walz) 8. 56, 14.
Greek Monolingual
-ές (Α καλοειδής, -ες)
ωραίος στη μορφή
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε καλό, σε ωραίο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. κακο-ειδής, μακρο-ειδής].