καπνοσφράντης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπνοσφράντης''': -ου, ὁ, ὁ τὸν καπνὸν ὀσφραινόμενος, ἐπὶ φυλαργύρων ἢ παρασίτου, Κωμ. Ἀνών. 102, Ἀλκίφρ. 3. 49. | |lstext='''καπνοσφράντης''': -ου, ὁ, ὁ τὸν καπνὸν ὀσφραινόμενος, ἐπὶ φυλαργύρων ἢ παρασίτου, Κωμ. Ἀνών. 102, Ἀλκίφρ. 3. 49. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καπνοσφράντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που οσφραίνεται τον καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οσφράντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀσφραίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κωνωπ</i>-<i>οσφράντης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A smoke-sniffer, of a miser or a parasite, Com.Adesp.1025: as pr. n., Alciphr.3.49.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, Rauchriecher, Rauchschlucker, Bezeichnung des Geizhalses bei den Komikern, Eust. 750, 41. 1718, 61; bei Alciphr. 3, 49 Name eines Parasiten.
Greek (Liddell-Scott)
καπνοσφράντης: -ου, ὁ, ὁ τὸν καπνὸν ὀσφραινόμενος, ἐπὶ φυλαργύρων ἢ παρασίτου, Κωμ. Ἀνών. 102, Ἀλκίφρ. 3. 49.
Greek Monolingual
καπνοσφράντης, ὁ (Α)
αυτός που οσφραίνεται τον καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. κωνωπ-οσφράντης].