καρύα: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />noyer, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρυον]].
|btext=ας (ἡ) :<br />noyer, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάρυον]].
}}
{{grml
|mltxt=και καρυά, η (Α [[καρύα]] και [[καρέα]]) [[κάρυον]]<br />[[γένος]] καρποφόρων δένδρων της οικογένειας γιουγκλανδίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ξύλο]] του δένδρου [[καρυδιά]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρύα Medium diacritics: καρύα Low diacritics: καρύα Capitals: ΚΑΡΥΑ
Transliteration A: karýa Transliteration B: karya Transliteration C: karya Beta Code: karu/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A nut-bearing tree of various kinds, S.Fr.759 (pl.), LXX Ca.6.10(11), Plu.2.647b, etc.; esp. hazel, Corylus Avellana, Thphr. HP1.12.1, 3.2.3; κ. Περσική walnut, Juglans regia, ib.3.6.2,3.14.4; κ. Εὐβοϊκή sweet chestnut, Castanea vesca, ib.5.4.2; κ. Ἡρακλεωτική filbert, variety of Corylus Avellana, ib.1.3.3; -ῶτις ib.3.3.8; cf. κάρυον.

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, der Nußbaum, vgl. κάρυον, Soph. bei Ath. II, 52 b u. A.

Greek (Liddell-Scott)

καρύα: ἡ, ἡ «καρυδιὰ» (ὁ δὲ καρπὸς λέγεται κάρυον), Σοφ. Ἀποσπ. 892, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 3. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
noyer, arbre.
Étymologie: cf. κάρυον.

Greek Monolingual

και καρυά, η (Α καρύα και καρέα) κάρυον
γένος καρποφόρων δένδρων της οικογένειας γιουγκλανδίδες
νεοελλ.
το ξύλο του δένδρου καρυδιά.