κατανέμησις: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατανέμησις''': -εως, ἡ, = [[κατανομή]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 61.
|lstext='''κατανέμησις''': -εως, ἡ, = [[κατανομή]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 61.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατανέμησις]], ἡ (Α)<br />η [[βοσκή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατανέμω]] με την αρχ. σημ. «[[βόσκω]] τα πρόβατα»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανέμησις Medium diacritics: κατανέμησις Low diacritics: κατανέμησις Capitals: ΚΑΤΑΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: katanémēsis Transliteration B: katanemēsis Transliteration C: katanemisis Beta Code: katane/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pasturage, διὰ τῶν προβάτων PRyl.141.16 (i A.D.), cf. Sch.Pi.O.7.61.

German (Pape)

[Seite 1365] ἡ, = κατανομή, Schol. Pind. Ol. 7, 61.

Greek (Liddell-Scott)

κατανέμησις: -εως, ἡ, = κατανομή, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 61.

Greek Monolingual

κατανέμησις, ἡ (Α)
η βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανέμω με την αρχ. σημ. «βόσκω τα πρόβατα»].