κατάρραφος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recousu, raccommodé.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράπτω]].
|btext=ος, ον :<br />recousu, raccommodé.<br />'''Étymologie:''' [[καταρράπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάρραφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλές ραφές ή [[πολλά]] μπαλώματα («[[ὁλόχρυσον]] μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ [[ἔνδον]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> <span style="color: red;"><</span> ([[ραφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>ρραφος</i>, <i>υπό</i>-<i>ρραφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρρᾰφος Medium diacritics: κατάρραφος Low diacritics: κατάρραφος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: katárraphos Transliteration B: katarraphos Transliteration C: katarrafos Beta Code: kata/rrafos

English (LSJ)

ον,

   A sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.

Greek Monolingual

κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύ-ρραφος, υπό-ρραφος].