κατάψυχρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_16) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάψυχρος''': -ον, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33. | |lstext='''κατάψυχρος''': -ον, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάψυχρος]], -ον) πολύ [[ψυχρός]], [[παγωμένος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για χαρακτήρα) [[ψυχρός]] με τους άλλους ανθρώπους, [[κλειστός]], [[ερμητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A very cold, Hp.Art.67, S.E.P.1.125, etc.; τόπος Dsc. 2.76; χειμών Gp.1.12.33; of character, Vett.Val.11.32, al.
German (Pape)
[Seite 1393] sehr kalt, S. Emp. pyrrh. 1, 125 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάψυχρος: -ον, λίαν ψυχρός, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάψυχρος, -ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος
2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός.